Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν 'ς την άκρη 'ς το ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, 'ς τα κλέφτικα λημέρια,
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι' όλοι οι καπεταναίοι.
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα.
Κίτσο μου, που είναι τάρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
Μάννα λωλή, μάννα τρελλη, μάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;